- αλκτήριος
- ἀλκτήριος, -ον (Α) [ἀλκτήρ]1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριονφάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλκτήριον — remedy neut nom/voc/acc sg ἀλκτήριος helping masc/fem acc sg ἀλκτήριος helping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκτήρ — ἀλκτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε. ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος] … Dictionary of Greek
αλκτήριον — ἀλκτήριον, το (Α) βλ. αλκτήριος … Dictionary of Greek
ἀλκτήρια — ἀλκτήριον remedy neut nom/voc/acc pl ἀλκτήριος helping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)